Αρχαιολογικά Ευρήματα

Πιθανότατα ο Καθεδρικός ναός της πόλης, είναι μια από τις μεγαλύτερες βασιλικές της Κύπρου. Έχει μήκος 47,70 χωρίς την αψίδα και πλάτος 31,40 μέτρα. Είναι τρίκλιτη με 2 λίθινες κιονοστοιχίες που αποτελούνται από 12 κολόνες η κάθε μια. Οι κολώνες αποτελούνται από άνισους σπονδύλους. Το ύψος της κάθε κολώνας μαζί με τη βάση και το κιονόκρανο είναι 6.30 μ. Περίπου. Τα κιονόκρανα είναι απλά, «Τοσκανικού» τύπου. Τα μετακιόνια διαστήματα ποικίλουν από 2,10 μ. μέχρι 2,70 μ.

Το μέσο κλίτος έχει πλάτος 10,60 μ. και είναι πιθανότατα το ευρύτερο σ’ όλη την Κύπρο. Τα πλάγια κλίτη έχουν πλάτος 8,50 μ. περίπου. Τα τρία κλίτη της βασιλικής των Σόλων καταλήγουν σε τρεις προεξέχουσες ημικυκλικές αψίδες. Η κεντρική αψίδα έχει πάχος 1,50 μ. και υποστηρίζεται στο κέντρο εξωτερικά από ισχυρή αντηρίδα.
Στην κεντρική αψίδα υπήρχε ημικυκλικό σύνθρονο το οποίο καταστράφηκε ολοσχερώς.

Μεταξύ του ανατολικού ημικυκλικού τοίχου του σύνθρονου και της αψίδας υπήρχε θολωτός διάδρομος πλάτους πέραν 0,70 μ. Με το διάδρομο αυτό επικοινωνούσαν τα πλάγια κλίτη μεταξύ τους. Το βήμα της βασιλικής εκτεινόταν στο μέσο του κεντρικού κλίτους μέχρι την τέταρτη κολόνα και ήταν πολύ υπερυψωμένο.

Το δάπεδο της βασιλικής ήταν καλυμμένο με μαρμαροθέτημα. Ο κυρίως ναός, επικοινωνούσε απευθείας με τη ανατολική στοά του αίθριου με τρεις εισόδους. Η κεντρική είσοδος είχε πλάτος 2,90 ενώ οι άλλες δύο 2,40μ.

Η βασιλική δεν είχε νάρθηκα είχε όμως στα δυτικά τεράστιο αίθριο 26 Χ 18 μ. περίπου. Οι στοές του αίθριου στηρίζονται σε 4 πεσσούς και στις γωνιές σε σταυρόσχημους πεσσούς στα δυτικά και σταυρόσχημους στα ανατολικά.

Στο μέσο περίπου της αυλής του αίθριου και σε τετράγωνο βάθρο υπήρχε φιάλη δωδεκάπλευρη εξωτερικά και εξάπλευρη εσωτερικά. Ο πυθμένας της φιάλης είναι καλυμμένος με μαρμαροθέτημα και οι εσωτερικές πλευρές επενδεδυμένες με μάρμαρο. Με μαρμαροθέτημα είναι καλυμμένη και η εξέδρα στο μέσο της οποίας βρίσκεται η φιάλη.

Η ανατολική στοά του αιθρίου καταλήγει προς τα βόρεια σε ορθογώνια αίθουσα με εγγεγραμμένη ημικυκλική αψίδα στο βόρειο τοίχο που ερμηνεύτηκε σαν χώρος καταγραφής των προσφορών των πιστών. Ανάλογη αίθουσα βρίσκεται και στο νότιο άκρο της ανατολικής στοάς τους αιθρίου που δεν έχει ανασκαφεί πλήρως. Η βόρεια και νότια πλευρά του αιθρίου περιβάλλονται με δωμάτια που δεν έχουν ανασκαφεί πλήρως. Η δυτική στοά του αιθριού όπου βρισκόταν και η είσοδος του δεν έχει ανασκαφεί.

Στο βόρειο τοίχο της βασιλικής είναι προσαρτημένα ένα ορθογώνιο δωμάτιο που επικοινωνεί με το βόρειο κλίτος της βασιλικής και πιθανό είναι το διακονικό, και ανατολικότερα ένα άλλο ευρύτερο ορθογώνιο δωμάτιο που κι’ αυτό επικοινωνεί με το βόρειο κλίτος και με παρεκκλήσιο στα ανατολικά.

Η βασιλική αυτή σύμφωνα με τη μορφή της κτίστηκε τον 6ο αιώνα μ.Χ. και καταστράφηκε κατά τη Β’ αραβική επιδρομή εναντίον της Κύπρου του 653 μ.Χ. σύμφωνα με επιγραφή που βρέθηκε στο αίθριο.
Η βασιλική αυτή των Σόλων σύμφωνα με τον ανασκαφέα κτίστηκε στα ερείπια άλλης βασιλικής. Η βασιλική αυτή που κτίστηκε τον 4ο αιώνα ήταν πεντάκλιτη και είχε μήκος 45μ. πλάτος 22,50. Το κεντρικό πλάτος της βασιλικής ήταν 6,75μ. και τα πλάγια κλίτη το μεν εσωτερικό 4 μέτρα το εξωτερικό 4,5μ. Τα κλίτη χωρίζονται με πεσσούς των οποίων η πλευρά ήταν 0,50 μέτρα.

Το ανατολικό τμήμα της πρώτης βασιλικής αυτής δεν έχει ανασκαφεί, αλλά φαίνεται ότι η κεντρική αψίδα είναι παρόμοια και στην ίδια θέση, με την αψίδα της δεύτερης βασιλικής.
Τα δάπεδα της βασιλικής είναι καλυμμένα με ψηφιδωτά, τα οποία χρονολογούνται στον 4ο αιώνα και 5ον αιώνα. Τα ψηφιδωτά είναι κυρίως γεωμετρικά. Σώζονται όμως και εμβλήματα με μια πάπια, ένα κύκνο και δελφίνια που τοποθετούνται στα μέσα του 5ου αιώνα.

Δεσπόζει πάνω στο πιο ψηλό λόφο της παραλιακής περιοχής γύρω στα 7 χλμ. δυτικά των Σόλων και πέντε (5) περίπου χλμ. από το ανατολικό άκρο της «Πέτρας του Λιμνήτη». Οι αρχαιολογικές έρευνες άρχισαν από 1928 από τη Σουηδική αποστολή και περατώθηκαν το 1929. Αποκαλύφθηκαν τα κατάλοιπα μεγάλου ανακτορικού συμπλέγματος καθώς και ναός της θεάς Αθηνάς στη νότια άκρα του λόφου.
Από τα ανασκαφικά συμπεράσματα φαίνεται ότι η κτίση του ανακτόρου του Βουνού και του ναού της Αθηνάς ανήκουν στις αρχές του 5ου αιώνα π.Χ. γεγονός που συμπίπτει με την εξέγερση των Κυπριακών πόλεων εναντίον των Περσών το 498 π.Χ. με την υποκίνηση του Ονήσιλου. Το ανάκτορο είναι μοναδικό στο είδος του σ’ όλη την Κύπρο.

Το ανακτορικό σύμπλεγμα χαρακτηρίζεται από 4 φάσεις αρχιτεκτονικές που εντάσσονται σε δύο περιόδους των Κυπρο-κλασσικών χρόνων.

Στην πρώτη περίοδο το ανάκτορο κτίστηκε κατά τα ανατολικά πρότυπα. Το μεγάλο οικοδομικό του σύμπλεγμα αποτελείται από μικρά και μεγάλα δωμάτια, αποθηκευτικούς χώρους, υδατοδεξαμενές λουτρά και χώρους υγιεινής. Μικρά ιερά και ναϊδρια είναι κτισμένα σε δύο επίπεδα με υψομετρική διαφορά 1,5 μέτρο περίπου. Η κύρια είσοδος του ανακτόρου είναι στη νοτιοδυτική πρόσοψη του και οδηγεί στο α’ σύμπλεγμα των δωματίων και των βοηθητικών χώρων που βρίσκεται στο ψηλότερο επίπεδο σε κανονική διάταξη.

Η κεντρική πτέρυγα των δωματίων επικοινωνεί δια μέσου μεγάλης θύρας με λιθόκτιστη κλίμακα που αποτελείται από επτά ισομήκεις βαθμίδες και καταλήγει σε υπαίθρια αυλή στο χαμηλό επίπεδο του οικιστικού χώρου. Η κλίμακα καταλαμβάνει ολόκληρο το πλάτος της υπαίθριας αυλής.

Κατά μήκος των 3 πλευρών της αυλής υπάρχουν τα κατάλοιπα βάσεων τριών κιονοστοιχιών που υποστήριζαν ισάριθμες στοές με τις οποίες επικοινωνούσαν τρεις πτέρυγες δωματίων. Οι κολόνες των στοών ήσαν χωρίς ραβδώσεις καμωμένες από σκληρό ασβεστόλιθο. Ένα από τα κιονόκρανα που έχει σωθεί είναι κοσμημένο με ανάγλυφη γυναικεία μορφή και στις δύο όψεις παριστάνει τη θεά Άθωρ.

Στα ΒΑ τμήματα του ανακτόρου βρίσκονται τα λουτρά που σώζονται σχεδόν ακέραια. Τα θεμέλια και το κάτω μέρη των τοίχων είναι κτισμένα με φυσικές πέτρες και το πάνω μέρος με πλινθάρια.

Στη δεύτερη περίοδο ανακαινίστηκε σύμφωνα με τα μυκηναϊκά πρότυπα. Προστέθηκε και τρίτο οικοδομικό σύμπλεγμα που αποτελείται από επτά ημιυπόγειες λιθόκτιστες αποθήκες, νέα λουτρά και διάφορα άλλα υποστατικά συγκεντρωμένα γύρω από μια μεγάλη υπαίθρια αυλή. Η κύρια είσοδος του στη νοτιοδυτική πρόσοψη κλείστηκε με φυσικούς λίθους και αντικαταστάθηκε με νέα είσοδο στη ΒΔ του γωνιά. Η νέα είσοδος του ανακαινισμένου μεγάρου οδηγεί διαμέσου μικρού προθαλάμου στην πρώτη περίστυλη αυλή του.

Με τις διάφορες προσθήκες και αφαιρέσεις το ανάκτορο μεταβλήθηκε σε μέγαρο που θυμίζει τα μυκηναϊκά πρότυπα. Ο αρχικός ανατολικός χαρακτήρας του μεγάρου αντικαταστάθηκε με γνήσιο ελληνικό.

Η νέα διαρρύθμιση του μεγάρου συμπίπτει χρονολογικά με την εκστρατεία του Κίμωνα στην Κύπρο το 449 π.Χ. Τελικά το ανάκτορο καταστράφηκε από πυρκαγιά 380 π.Χ.

Ο ναός της Αθηνάς εντοπίστηκε σε απόσταση 50 περίπου μέτρων νοτιότερα του ανακτόρου του Βουνιού. Εντάσσεται χρονολογικά στα μέσα του 5ου αιώνων και υπάγεται στη δεύτερη περίοδο του Ανακτόρου του οποίου οι αρχιτεκτονικές διαρρυθμίσεις παρουσιάζουν καθαρό ελληνικό χαρακτήρα.

Στο ναό εισέρχεται κάποιος δια μιας πρώτης αυλής και μετά μεταβαίνει σε μια δεύτερη που χρησίμευε ως προαύλιο της ανατολικής πρόσοψης του μεγάλου ορθογώνιου περιφράγματος. Στο προαύλιο τούτο υπάρχουν κοιλότητες πάνω στην επιφάνεια, του βράχου όπου στηρίζονταν οι βάσεις των αγαλμάτων.

Τα διάφορα κινητά ευρήματα περιλαμβάνουν εκλεκτά δείγματα κεραμικής, γλυπτικής, μεταλλοτεχνίας.

Κατά την διάρκεια των Σουηδικών ανασκαφών συμπεριλαμβάνεται μικρή ορειχάλκινη αγελάδα πιθανώς αντίγραφο του περίφημου αγάλματος του Έλληνα γλύπτη Μύρωνα (5ου αιώνα π.Χ.)
Επίσης βρέθηκαν δύο συμπλέγματα που παριστάνουν δύο λέοντες να κατασπαράσσουν ταύρο. Το ένα βρίσκεται στο Κυπριακό Μουσείο, το άλλο στη Στοκχόλμη.

Ο πλησιέστερος προς την κωμόπολη της Μόρφου αρχαιολογικός χώρος από τη δυτική περιοχή βρίσκεται στην περιοχή «Μάντρες» του χωριού Πεντάγυια 5 χλμ. ανατολικά των Σόλων. Εδώ εντοπίστηκαν συνοικισμοί και νεκροταφεία όλων των φάσεων της εποχής του χαλκού (2500 – 1050 π.Χ.). Το Τμήμα Αρχαιοτήτων ανέσκαψε το 1960 πολλούς λαξευτούς θαλαμοειδείς τάφους στους οποίους ανακαλύφθηκαν αρκετά πήλινα αγγεία μεταλλικά αντικείμενα και πολλά άλλα ευρήματα.

Ανατολικά της Μόρφου περίπου 10 χιλιόμετρα στην τοποθεσία «Δράκος» του χωριού Φιλιά η βρετανική αποστολή του Πανεπιστημίου του Μπέρμιγχαμ και του Εδιμβούργου από το 1965 – 1970 αποκάλυψε οικιστικά κατάλοιπα του συνοικισμού αυτού που είναι πολύ αμυδρά και χρονολογούνται 5300 – 3800 χρόνια π.Χ. και εντάσσονται στην Κεραμική Νεολιθική περίοδο. Τα κατάλοιπα των κατοίκων στο «Δράκο» της Φιλιάς φαίνεται να αποτελούσαν μικρό οικιστικό σύνολο γεωργικοκτηνοτρόφων. Οι κατοικίες είχαν ακανόνιστο τετράγωνο ή ορθογώνιο σχήμα με στρογγυλεμένες γωνιές και με τοίχους λιθόκτιστους στο κάτω μέρος και πλινθόκτιστους στο πάνω. Οι στέγες υπολογίζεται ότι ήταν επίπεδες με καλάμια και ξύλα επενδυμένες με παχύ στρώμα πηλού και στηριγμένες σ’ ένα κεντρικό πάσσαλο στερεωμένο στο δάπεδο που έφερε κυκλικές εστίες και χαμηλά καθίσματα (όπως τις αντίστοιχες κατοικίες της Σωτήρας και Αγ. Επίκτητου).

Στο νότιο και δυτικό τμήμα του συνοικισμού αποκαλύφθηκαν κατάλοιπα οχυρωματικού τοίχου και μια τάφρο πλάτους 2 μέτρων και βάθους 1,5 μέτρων. Οι ταφές των νεκρών γίνονταν σε ειδικό χώρο πολύ κοντά στο συνοικισμό. Σ’ ένα τάφο βρέθηκε σκελετός σε συνεσταλμένη στάση χωρίς κτερίσματα.

Από το είδος, τον αριθμό, την ποικιλία και την ποιότητα των αγροτικών εργαλείων και οικιακών σκευών φαίνεται καθαρά ότι οι κύριες ανάγκες των κατοίκων της μικρής αυτής κοινότητας ήσαν η γεωργία, η βοσκή αιγοπροβάτων η εκτροφή χοίρων και η βιοτεχνία.

Το κυνήγι κατατάσσεται στις δευτερεύουσες ασχολίες τους. Τα διάφορα ευρήματα αντιπροσωπεύονται από λίθινες αξίνες, κοπάνους, πυροτολιθικές λεπίδες, κύπελλα και άλλα είδη οικιακών σκευών.
Μερικά δείγματα καρφίδων και ψήφων περιδεραίων είναι σαφείς αποδείξεις εξελιγμένης μικροτεχνίας και καλαισθησίας. Το βασικό υλικό της κατασκευής των αγροτικών εργαλείων είναι από σκληρό γκριζόμαυρο ανδεσίτη.

Βρέθηκαν πρώιμα δείγματα αγγειοπλαστικής τα οποία χαρακτηρίζονται από μια χονδροειδή και ατημέλητη κατασκευή και άγνοια της τεχνικής της όπτησης. Στα ανώτερα στρώματα του συνοικισμού βρέθηκαν και τα πρώτα δείγματα κεραμικών οστράκων με τη χαρακτηριστική ερυθρωπή ή καστανή διακόσμηση πάνω στη λευκή επιφάνεια του αγγείου που υποθετικά χρονολογούνται την 5η χιλιετία π.Χ. Επίσης βρέθηκαν όστρακα με κτενιστή διακόσμηση.

Στην τοποθεσία της Φιλιάς βρέθηκε και β’ συνοικισμός λεγόμενος «Δράκος Β». Εντάσσεται στην τελευταία φάση της χαλκολιθικής περιόδου 2900 – 2500 π.Χ. Τα ελάχιστα δείγματα των κατοικιών που ανακαλύφθηκαν παρουσιάζουν κτυπητή ομοιότητα με τις κατοικίες των συνοικισμών που βρέθηκαν στην τοποθεσία του «Αγ. Γεωργίου» του χωριού Αμπελικού. Οι κατοικίες αυτές συνεχίζουν την αρχιτεκτονική παράδοση προγενεστέρων νεολιθικών κατοικιών. Στα δάπεδα των κατοικιών βρέθηκαν αρκετά σκεύη οικιακά, λίθινα, αγροτικά εργαλεία, βιοτεχνικά είδη, αξίνες, οστέινες βελόνες, κόπανοι.

Τα κεραμικά όστρακα ανήκουν σε ερυθρά και μελανά στιλπνά αγγεία, σε λευκά ερυθροβαφή αγγεία και αγγεία με μελανό επίχρισμα και «κτενιστή» διακόσμηση. (Όστρακο = θραύσμα πήλινου αγγείου).

Η πόλη των Σόλων είναι κτισμένη στη Βόρεια ακτή της Κύπρου, στο δυτικό άκρο του κόλπου της Μόρφου. Σύμφωνα με την παράδοση ονομάστηκε έτσι προς τιμή του μεγάλου Αθηναίου σοφού Σόλωνος.

Ο αρχαιολογικός χώρος της πόλης των Σόλων βρίσκεται στην κορυφή και τις παρυφές μεγάλου και επιβλητικού λόφου στην τοποθεσία «Παλιά Χώρα». Οι ανασκαφικές έρευνες άρχισαν από το 1927 με την Σουηδική αρχαιολογική αποστολή υπό τη διεύθυνση του Eimar Gjestad. Οι πρώτες ανασκαφές έφεραν στο φως το αρχαίο θέατρο της πόλης. Το θέατρο κτίστηκε στα τέλη του 2ου αιώνα μ.Χ. και καταστράφηκε από σεισμό τον 4ο αιώνα μ.Χ. Πρόκειται για το τρίτο σε μέγεθος ρωμαϊκό θέατρο στην Κύπρο μετά τα σύγχρονα ρωμαϊκά θέατρα της Σαλαμίνας και του Κουρίου. Το κοίλο του θεάτρου των Σόλων είχε διάμετρο 52 μ. και είχε λαξευτεί μέσα σε φυσικό αργιλώδες βράχωμα στην πλαγιά του λόφου και φιλοτεχνήθηκε με ομοιόμορφες σειρές κτιστών κερκίδων από πελεκητούς ασβεστόλιθους.

Η ημικυκλική ορχήστρα του είχε διάμετρο 17 μέτρα και χωριζόταν από το κοίλο με χαμηλό τοίχο και επικοινωνούσε με τις δύο παρόδους που αποτελούσε την είσοδο και έξοδο του θεάτρου. Το δάπεδο της ορχήστρας είναι κατασκευασμένο από υπόστρωμα χαλίκων και αργολίθων σκεπασμένων με σκυροκονίαμα. Η σκηνή είχε ορθογώνιο σχήμα διαστάσεων 36,15 Χ13,20 μέτρα. Απ’ αυτή διασώθηκε μόνο το υπόβαθρο.

Το θέατρο επισκευάστηκε και αναστηλώθηκε από το τμήμα αρχαιοτήτων μεταξύ των ετών 1961 – 1964. Το θέατρο των Σόλων χρησιμοποιείτο από τα Γυμνάσια της Μόρφου για παραστάσεις αρχαίων τραγωδιών με μεγάλη επιτυχία πριν την τουρκική εισβολή.

Η Σουηδική αποστολή παράλληλα με τις ανασκαφές τους θεάτρου, επισήμανε το μεγαλύτερο τμήμα του αμυντικού τοίχους της πόλης και ερεύνησε αρκετά άλλα σημεία του χώρου ιδιαίτερα ΒΔ πλευρά του λόφου, όπου εντελώς τυχαία είχε παλαιότερα αποκαλυφθεί το περίφημο μαρμάρινο άγαλμα της Αφροδίτης των Σόλων. Το θαυμάσιο αυτό γλυπτό του 1ου μ.Χ. αιώνα βρέθηκε στην «Παλιά Χώρα» κατά την καλλιέργεια ιδιωτικής γης. Το γλυπτό φυλάσσεται στο Κυπριακό αρχαιολογικό Μουσείο. Επίσης αποκαλύφθηκαν και άλλα ευρήματα, όπως μια ασβεστολιθική κεφαλή αγάλματος γυναίκας κανιστροφόρου με βοστρυχωτή κόμμωση και δύο άλλες ασβεστολιθικές κεφαλές αγαλμάτων του Μ. Αλεξάνδρου και του Σωκράτη, του σοφού της αρχαίας Ελλάδας.

Οι ανασκαφικές έρευνες της Σουηδικής αποστολή το1930 συγκεντρώθηκαν στην τοποθεσία Χολάδες που βρίσκεται σε απόσταση 250 μέτρων από τη δυτική πύλη των τειχών της πόλης των Σόλων. Τυχαία ανακαλύφθηκε μεγάλο λίθινο άγαλμα Σφίγγας στην περιοχή αυτή. Αρχές του 1931 η αποστολή έφερε στο φως σύμπλεγμα 5 Ελληνιστικών και Ελληνο-Ρωμαϊκών ναών που χρονολογούνται (250 π.Χ. μέχρι τις αρχές 4ου αιώνα μ.Χ.) στην τοποθεσία «Χολάδες» που ήταν αφιερωμένοι στην Ορεία Αφροδίτη, τη Κυβέλη, την Ίσιδα, το Σέραπι.

Οι δύο πρώτοι ναοί είχαν πανομοιότυπο αρχιτεκτονικό σχήμα και αποτελούνταν από δύο συνεχόμενες ορθογώνιες υπαίθριες αυλές που επικοινωνούσαν με μικρούς, τετράγωνους λατρευτικούς χώρους (σηκούς) και ήσαν αφιερωμένοι στην Αφροδίτη Ορεία και την Κυβέλη.

Στον τρίτο και στον τέταρτο που είχαν παρόμοιο σχήμα ορθογώνιων αυλών, αλλά έφεραν από 2 λατρευτικούς τετράγωνους χώρους (σηκούς), λατρευόταν η Ίσιδα.

Ο πέμπτος σε μικρότερο μέγεθος αλλά παρόμοιος των άλλων και ήταν στο τέλος του ναϊκού συμπλέγματος ήταν αφιερωμένος στο Σέραπι. Επίσης βρέθηκε μεγάλη ποικιλία κινητών ευρημάτων που προέρχονται από το ναϊκό σύμπλεγμα των Χολάδων, όπως ασβεστολιθικές κεφαλές θεϊκών αγαλμάτων με επιγραφές. Τα πολύτιμα αυτά ευρήματα αντιπροσωπεύονται από μια ασβεστολιθική κεφαλή της Ισίδας με κάνιστρο και βοστρυχωτή κόμμωση, μια άλλη ασβεστολιθική κεφαλή του Σέραπι νεαρού γενειοφόρου, ένα ασβεστολιθικό άγαλμα όρθιας ιέρειας, ένα ασβεστολιθικό ομοίωμα φιδιού γύρω από το μυθικό κέρας της Αμάλθειας (Κυπριακό Μουσείο).

Το 1965 η Καναδική αρχαιολογική αποστολή του Πανεπιστημίου Λαβάλ του Κεμπέκ έφεραν στο φως τα αρχιτεκτονικά κατάλοιπα μεγάλης πρωτοχριστιανικής βασιλικής στη ΒΑ πλευρά του λόφου κοντά στο θέατρο Σόλων. Φαίνεται ότι κτίστηκε τον 4ο αιώνα μ.Χ και πρόκειται για πεντάκλιτη πρωτοχριστιανική εκκλησία θεωρείται η αρχαιότερη και μεγαλύτερη στο είδος της παλαιοχριστιανική βασιλική σ’ ολόκληρη την Κύπρο. Πιθανό ταυτίζεται με την πρώτη επισκοπική εκκλησία των Σόλων που κτίστηκε από τον Άγιο Αυξίβιο τον πρώτο επίσκοπο της πόλης του οποίου η Χριστιανική δράση εντάσσεται στο δεύτερο μισό του 4ου μ.Χ.

Επίσης ανασκάφηκαν μέρος της Ρωμαϊκής αγοράς με μαρμαρόκτιστο νυμφαίο το οποίο καταλαμβάνει μικρό χώρο στο νότιο τμήμα της πλακόστρωτης αγοράς της πόλης και διακρίνεται από υπέροχη αρχιτεκτονική διάπλαση. Έχουν διασωθεί μια ορθογώνια δεξαμενή με τοιχώματα πλαισιωμένα με κορινθιακούς κίονες της εποχής των Σεβήρων (193 – 235 μ.Χ.) των οποίων το επιστήλιο ήταν διακοσμημένο με ανάγλυφα φυτικά μοτίβα και με επιγραφή αφιερωμένη στον Καρακάλλα το γιο του Μάρκου Αυρήλιου. Οι κρουνοί της δεξαμενής παριστάνουν ομοιόμορφες κεφαλές λιονταριών που χαρακτηρίζονται από αυστηρό νατουραλισμό και απόλυτη συμμετρία.

Μεταξύ της αγοράς κι’ ενός λιθόστρωτου δρόμου της πόλης αποκαλύφθηκαν τα κατάλοιπα ενός μεγάλου δημόσιου κτιρίου και ταυτίστηκε με στοά των Ελληνιστικών χρόνων και διάφορα άλλα κτίσματα των τελευταίων Ρωμαϊκών χρόνων 250 – 450 μ.Χ. πάνω στα θεμέλια παλαιοτέρων βιοτεχνικών εγκαταστάσεων που χρονολογούνται από το 50 – 250 μ.Χ. Aνάμεσα στα δείγματα των παλαιότερων βιοτεχνικών εγκαταστάσεων επιβεβαιώθηκαν τα ερείπια εργαστηρίων ενός υαλοτεχνίτη και ενός βαφέα.

Σε ψηλότερο σημείο του ανασκαφικού χώρου αποκαλύφθηκε το κατώτερο τμήμα ρωμαϊκής κατοικίας. Στο δάπεδο της βρέθηκε χάλκινη κεφαλή αγάλματος εφήβου φυσικού μεγέθους που αποτελεί ένα από τα σημαντικότερα ευρήματα των Σόλων (Κυπριακό Μουσείο).

Η Καναδική αποστολή υπό τη διεύθυνση της L. Kahill έφεραν στο φως εντυπωσιακά κατάλοιπα μεγάλου κτιρίου από πελεκητούς ασβεστόλιθους που ταυτίστηκε με το ανάκτορο των Σόλων. Η ολοκληρωτική αποκάλυψη διεκόπη λόγω της βίαιης τουρκικής εισβολής του 1974.

Επίσης ανασκάφηκαν 28 λαξευτοί θαλαμοειδείς τάφοι στην τοποθεσία Φίσα που χρησιμοποιήθηκαν για μια ή περισσότερες ταφές. Από τους τάφους αυτούς δύο ήσαν άθικτοι και χρονολογούνται στη δεύτερη περίοδο της Κυπρογεωμετρικής εποχής (950 – 850 π.Χ.ενώ οι 26 χρονολογούνται 750 – 475 π.Χ.

Οι τάφοι αυτοί χύνουν άπλετο φως σε ταφικά έθιμα των Σολίων: Για πρώτη φορά στο δρόμο ενός κυπροαρχαϊκού τάφου βρέθηκαν ταφές ζώων ενός ίππου και μικρότερου ζώου. Το Τμήμα Αρχαιοτήτων της Κύπρου το Γενάρη του 1972 κατά τη διάρκεια ισοπέδωσης γης με τον εκσκαφέα ανακαλύφθηκαν σταδιακά 28 τάφοι νέοι που ανασκάφηκαν υπό τη διεύθυνση του κ. Δήμου Χρίστου αρχαιολόγου.

Τα πλούσια κτερίσματα των τάφων του νεκροταφείου της Φίσας περιλαμβάνουν εκπληκτικά δείγματα αγγειοπλαστικής και αποτελούν μοναδικό φαινόμενο στα μέχρι σήμερα ανασκαφικά δεδομένα των Σόλων. Η σημαντική ανακάλυψη στο νεκροταφείο της Φίσας συμβάλλει πολύ στην επίλυση του μέχρι σήμερα προβληματικού θέματος τη κτίσης της αρχικής πόλης των Σόλων.

Δυστυχώς η ανασκαφική έρευνα από το τμήμα αρχαιοτήτων διεκόπη από την Τουρκική εισβολή το1974.

Βορειοανατολικά της Μόρφου περίπου 3 (τρία) χιλιόμετρα βρίσκεται ο προϊστορικός αρχαιολογικός χώρος του Χρυσηλιού, κοντά στην Τούμπα του Σκούρου. Είναι ο αρχαιότερος χώρος της περιοχής. Ο προϊστορικός αυτός οικισμός ανήκει στη Χαλκολιθική ΙΙ περίοδο 2900 – 2500 π.Χ.και άκμασε μέχρι την πρώτη φάση της Πρώιμης Εποχής του Χαλκού 2500 -1900 π.Χ.

Ο οικισμός είναι ένας από τους πολλούς που αναπτύχθηκαν κατά μήκος της κοιλάδας του ποταμού Οβγού. Αποκαλύφθηκαν αρκετά πήλινα ερυθρά και μελανά αγγεία στιλπνά και αγγεία με μελανό επίχρισμα και κτενιστή διακόσμηση.

Το Χρυσηλιού αναφέρεται στα Βυζαντινά και Μεσαιωνικά χρόνια και είναι σημειωμένο στους μεσαιωνικούς χάρτες ως Crusulin.

Στην ίδια περιοχή της εύφορης πεδιάδας του Οβγού εντοπίστηκαν οικιστικά δείγματα κατάλοιπα της χαλκολιθικής ΙΙ περιόδου 2900 – 2500 π.Χ.κοντά στο χωριό Κυρά. Ανασκάφηκαν μερικοί λαξευτοί θαλαμοειδείς τάφοι της πρώιμης εποχής του χαλκού 2500 – 1900. Στο ίδιο νεκροταφείο αργότερα ανασκάφηκαν μερικοί λαξευτοί θαλαμοειδείς τάφοι των Ελληνιστικών και Ρωμαϊκών χρονών 325 – 295 με πλούσια κεραμικά και άλλα κτερίσματα.

Στα ΒΑ της Μόρφου και στο δρόμο Μόρφου – Καλού Χωριού (Καπούτι), σε μικρότερη απόσταση των 2 χιλιομέτρων από την Τούμπα του Σκούρου και τον αρχαιολογικό χώρο του Χρυσηλιού βρέθηκαν το 1960 αρχαία ερείπια.

Τις ανασκαφικές εργασίες διεξήγαγε τότε το τμήμα Αρχαιοτήτων υπό τη διεύθυνση του αρχαιολόγου Κυριάκου Νικολάου. Η ανασκαφική έρευνα έφερε στο φως αξιόλογο αγροτικό ιερό αφιερωμένο στη θεά Αφροδίτη των ελληνιστικών χρόνων 325 – 50 π.Χ.

Το ιερό αποτελούσε μικρό σύμπλεγμα οικοδομών που περιλάμβανε δύο δωμάτια, αυλή, τρεις δεξαμενές καθαρμού και αγωγό νερού. Βασικό υλικό της οικοδομής είχαν χρησιμοποιηθεί πέτρες από την κοίτη του ποταμού Οβγού. Στο ένα από τα δύο δωμάτια υπήρχαν διακοσμήσεις με τοιχογραφίες από τις οποίες σώθηκαν ίχνη με ζωηρή έγχρωμη φυτική και γραμμική διακόσμηση. Το πάτωμα ήταν μαρμάρινο, ενώ η αυλή λιθόστρωτη. Από τα ευρήματα σημαντικότερο ήταν μικρό αγαλμάτιο της θεάς Αφροδίτης ύψους 40 εκατοστών λευκό μάρμαρο από το οποίο ελλείπουν η κεφαλή και άλλα μέρη του σώματος. Η θεά παριστάνεται γυμνή εκτός από το κάτω μέρος του οπισθίου σώματος που καλύπτεται με ιμάτιο.

Μεταξύ των άλλων αντικειμένων βρέθηκαν ανάγλυφο από λευκό μάρμαρο, που εικονίζει τον Ηρακλή να αναπαύεται πάνω σε «λεοντή», ένα θυμιατήριο μεταλλικά αντικείμενα, όστρακα, μια βάση αγάλματος κ.α.

Το ιερό αυτό κατατάσσεται στον ίδιο τύπο μ’ άλλα ιερά αγροτικά που βρέθηκαν στην Κύπρο.

Στην περιοχή των Σόλων στην τοποθεσία «Χολάδες» υπήρχε αγροτικό ιερό αφιερωμένο στην Αφροδίτη με το λατρευτικό επίθετο «Ορεία».

Στην τοποθεσία «Αμπέλια» κοντά στου Χρυσηλιού έχει εντοπιστεί πριν από το 1974 σπουδαίος αρχαιολογικός χώρος ο οποίος δεν έχει διερευνηθεί. Πρόκειται για μια μεγάλη νεκρόπολη η οποία χρονολογείται από τη Γεωμετρική εποχή (1050 – 725 π.Χ.) και την Ελληνιστική (323 – 58 π.Χ.)

Σαφέστερες πληροφορίες δεν υπάρχουν γιατί δεν έχει γίνει κανονική ανασκαφή.

Αποτελεί το σημαντικότερο αρχαιολογικό χώρο της περιοχής και χρονολογείται στην Ύστερη Εποχή του χαλκού (1650 – 1050 π.Χ.) Τούμπα: Τεχνητός λόφος, μέσου ύψους 10 μέτρων, πλάτους 12 μέτρων και μήκους 20 μέτρων.

Βρίσκεται 4 χιλιόμετρα από την κεντρική πλατεία της Μόρφου, ανάμεσα στους πορτοκαλεώνες και πλησίον του ποταμού Οβγού.

Με την ανεύρεση του χαλκού στα σπλάχνα της Κυπριακής γης ο χαρακτήρας της περιοχής διαφοροποιείται ριζικά. Σχηματίζεται η Τούμπα του Σκούρου το πρώτο μεγάλο αστικό κέντρο της περιοχής, όπου αναπτύχθηκε και ήκμασε παράλληλα με άλλα κέντρα όπως της Έγκωμης, Λαπήθου, Αγ. Ειρήνης.

Οι ανασκαφές έγιναν από την αρχαιολογική αποστολή του Πανεπιστημίου του Χάρβαρτ και του Μουσείου Καλών Τεχνών της Βοστώνης υπό τη διεύθυνση της κας Έμιλυς Βερμιούλ καθηγήτριας της αρχαιολογίας, από 1971 – 73 σταδιακά. Η ανασκαφή ανεκόπη λόγω της Τουρκικής εισβολής 1974. Η ανασκαφική έρευνα έδειξε ότι πρόκειται για κατάλοιπα μιας από της σημαντικές πόλεις της ύστερης εποχής του χαλκού (1650 – 1050 πχ). Αρκετά τμήματα της πόλης καταστράφηκαν λόγω ισοπεδώσεως του εδάφους για τη δημιουργία πορτοκαλεώνων.

Διάφορες μαρτυρίες (κεραμικές κ.α) έδειξαν ότι η ίδια περιοχή ήταν κατοικημένη μέχρι τον 5ον αιώνα π.Χ. δηλ. μέχρι τα τέλη της Κύπροαρχαϊκής εποχής.

Στα ανώτερα στρώματα της Τούμπας του Σκούρου αποκαλύφθηκαν οικιστικά κατάλοιπα κτισμένα με πλινθάρια και φυσικές πέτρες. Τα περισσότερα από αυτά τα οικιστικά κατάλοιπα ταυτίστηκαν με χώρους επεξεργασίας του χαλκού (εργαστήρια) γεγονός που συνδέει άμεσα τη Μόρφου με τους Σόλους και εργαστήρια επεξεργασίας αργίλου για την κατασκευή πηλίνων αγγείων.

Στο χώρο της Τούμπας βρέθηκαν και ανασκάφηκαν 6 λαξευτοί θαλαμοειδείς τάφοι. Οι 4 από αυτούς ανακαλύφθηκαν στο κατώτερο στρώμα δηλ. κάτω από τα θεμέλια των εργαστηρίων και χρονολογούνται γύρω στο 16ον και 15ον αιώνα π.Χ. Σ’ ένα από αυτούς βρέθηκαν 552 πήλινα αγγεία και 78 άλλα αντικείμενα (σφραγιδοκύλινδροι, σκαραβαίοι, χάλκινα σκεύη).

Ένας δεύτερος τάφος αποτελείτο από 4 νεκρικούς θαλάμους περιείχε παρόμοια αντικείμενα και επί πλέον 2 αυγά στρουθοκαμήλου εκ των οποίων το ένα , φέρει γραμμικά γεωμετρικά διακοσμητικά σχέδια, μοναδικά στο είδος τους.

Στον τρίτο τάφο υπήρχε, ένας μόνο νεκρικός θάλαμος, βρέθηκαν οι σκελετοί ενός ζευγαριού με πολλά κτερίσματα. Στο «δρόμο» του τάφου αυτού σε μια πλάγια θήκη βρέθηκε ο σκελετός ενός νηπίου και μικρού μεγέθους κτερίσματα.

Ο τέταρτος τάφος αποτελείτο από ένα νεκρικό θάλαμο. Σ’ αυτό βρέθηκαν περισσότερες ταφές και πολλά κτερίσματα. Στο δρόμο του τάφου βρέθηκαν πέντε πλάγιες νεκρικές θήκες νηπίων με τους σκελετούς και πολλά κτερίσματα.

Δύο άλλοι τάφοι που βρέθηκαν στους πρόποδες του λόφου ανήκαν σε μεταγενέστερη εποχή γύρω στο 13ο – 12ο αιώνα π.Χ. Υπήρχαν πολλά κτερίσματα ξεχωρίζουν δυο κυπρομινωϊκά φλασκιά, μια πυξίδα της ίδιας τεχνοτροπίας, μια κυλινδρική σφραγίδα από ημιπολύτιμο λίθο «λάπις λάζουζ» (λαζουρίτης χρώματος γαλάζιου) με παράσταση Έρωτα να κρατεί λιοντάρι και ένα γύπα.

Στα νότια και δυτικά της Τούμπας του Σκούρου αποκαλύφθηκαν κατάλοιπα οικοδομημάτων της Κυπρομυκηναϊκής περιόδου 13ος – 12ος αιώνα π.Χ. και συμπίπτουν με την άφιξη και μόνιμη εγκατάσταση των πρώτων Μυκηναίων – Αχαιών αποίκων στην Κύπρο. Σ’ ένα από αυτά τα οικοδομήματα, διατηρούνται μερικά τμήματα των τοίχων κτισμένα με ακατέργαστους λίθους, κ’ ήταν αποθηκευτικοί χώροι. Βρέθηκαν επίσης μεγάλοι πίθοι με ανάγλυφη γραμμική διακόσμηση.

Η άποψη ότι στην περιοχή της Μόρφου είχαν εγκατασταθεί Έλληνες άποικοι επιβεβαιώνεται από την αρχαιολογική έρευνα. Όλα τα ευρήματα που αποκαλύφθηκαν στην Τούμπα του Σκούρου μαρτυρούν ότι η εύφορη πεδιάδα του Οβγού βρισκόταν σε συνεχή ακμή όλη τη διάρκεια της Ύστερης Εποχής του χαλκού (1650 – 1050 π.Χ.) και είναι μια από τις σημαντικότερες και πλουσιότερες πόλεις της Προϊστορικής Κύπρου.

© Copyright 2024 - Δήμος Μόρφου / Designed & Developed by NETinfo Plc